παλιοζωή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιοζωή | οι | παλιοζωές |
| γενική | της | παλιοζωής | των | παλιοζωών |
| αιτιατική | την | παλιοζωή | τις | παλιοζωές |
| κλητική | παλιοζωή | παλιοζωές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παλιοζωή θηλυκό
- η άσχημη ή άχαρη ζωή
- ※ Παλιοζωή, παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία, / ούτε στιγμή δεν έζησα με δίχως αγωνία (Από τραγούδι τού 1951 σε μουσική του Ιωσήφ Ριτσιάρδη και στίχους των Γιώργου Γιαννακόπουλου και Μίμη Τραϊφόρου)
Μεταφράσεις
παλιοζωή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.