παλιοζωή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιοζωή οι παλιοζωές
      γενική της παλιοζωής των παλιοζωών
    αιτιατική την παλιοζωή τις παλιοζωές
     κλητική παλιοζωή παλιοζωές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιοζωή < παλιο- + ζωή

Ουσιαστικό

παλιοζωή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.