παλιοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιοδουλειά οι παλιοδουλειές
      γενική της παλιοδουλειάς των παλιοδουλειών
    αιτιατική την παλιοδουλειά τις παλιοδουλειές
     κλητική παλιοδουλειά παλιοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιοδουλειά < παλιο- + δουλειά

Ουσιαστικό

παλιοδουλειά θηλυκό

  1. υποτιμητική έκφραση για ένα επάγγελμα
  2. ύποπτη, πιθανόν παράνομη ενέργεια ή δοσοληψία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.