odd job

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  • η βραχύχρονη απασχόληση, το βραχύεργο
    μη σταθερή εργασία (πχ βοήθεια σε μικρής διάρκειας εργασία), εργασία ωρών ή ημερών που δεν προσφέρει σταθερό εισόδημα
    μη σταθερή εργασία, κακοπληρωμένη και χειρωνακτική· παλιοδουλειά

Σημειώσεις

Δουλειά του ποδαριού σημαίνει συχνότερα προχειροδουλειά/κακοτεχνία και σπανιότερα βραχύεργο (εργασία που διήρκεσε/κράτησε λίγο) ή κακοπληρωμένη εργασία ή με εργασία υπό κακές συνθήκες. Το ύφος του πολυλεκτικού ουσιαστικού: δουλειά του ποδαριού είναι επικριτικό/αρνητικό, αντίθετα το διλεκτικό ουσιαστικό: odd job είναι είτε ουδέτερου ύφους, είτε συγκριτικά λιγότερο επικριτικό/αρνητικό.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.