πάλεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάλεμα τα παλέματα
      γενική του παλέματος των παλεμάτων
    αιτιατική το πάλεμα τα παλέματα
     κλητική πάλεμα παλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάλεμα < παλεύω + -μα

Ουσιαστικό

πάλεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.