παλαμοσχιδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαμοσχιδής η παλαμοσχιδής το παλαμοσχιδές
      γενική του παλαμοσχιδούς* της παλαμοσχιδούς του παλαμοσχιδούς
    αιτιατική τον παλαμοσχιδή την παλαμοσχιδή το παλαμοσχιδές
     κλητική παλαμοσχιδή(ς) παλαμοσχιδής παλαμοσχιδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαμοσχιδείς οι παλαμοσχιδείς τα παλαμοσχιδή
      γενική των παλαμοσχιδών των παλαμοσχιδών των παλαμοσχιδών
    αιτιατική τους παλαμοσχιδείς τις παλαμοσχιδείς τα παλαμοσχιδή
     κλητική παλαμοσχιδείς παλαμοσχιδείς παλαμοσχιδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαμοσχιδής < παλάμ(η) + -ο- + -σχιδής[1]

Επίθετο

παλαμοσχιδής, -ής, -ές

  • (για φύλλο) που μοιάζει με ανοιχτή παλάμη και έχει μυτερούς λοβούς

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.