παλαιοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παλαιοπώλης | οι | παλαιοπώλες |
| γενική | του | παλαιοπώλη | των | παλαιοπωλών |
| αιτιατική | τον | παλαιοπώλη | τους | παλαιοπώλες |
| κλητική | παλαιοπώλη | παλαιοπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παλαιοπώλης αρσενικό (θηλυκό παλαιοπώλισσα)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παλαιοπώλης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.