παλαιοκομματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλαιοκομματικός | η | παλαιοκομματική | το | παλαιοκομματικό |
| γενική | του | παλαιοκομματικού | της | παλαιοκομματικής | του | παλαιοκομματικού |
| αιτιατική | τον | παλαιοκομματικό | την | παλαιοκομματική | το | παλαιοκομματικό |
| κλητική | παλαιοκομματικέ | παλαιοκομματική | παλαιοκομματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλαιοκομματικοί | οι | παλαιοκομματικές | τα | παλαιοκομματικά |
| γενική | των | παλαιοκομματικών | των | παλαιοκομματικών | των | παλαιοκομματικών |
| αιτιατική | τους | παλαιοκομματικούς | τις | παλαιοκομματικές | τα | παλαιοκομματικά |
| κλητική | παλαιοκομματικοί | παλαιοκομματικές | παλαιοκομματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλαιοκομματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
παλαιοκομματικός, -ή, -ό
- που διέπεται από τη νοοτροπία και την πρακτική του παλαιοκομματισμού
Μεταφράσεις
παλαιοκομματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.