παλαιοκομματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παλαιοκομματισμός | οι | παλαιοκομματισμοί |
| γενική | του | παλαιοκομματισμού | των | παλαιοκομματισμών |
| αιτιατική | τον | παλαιοκομματισμό | τους | παλαιοκομματισμούς |
| κλητική | παλαιοκομματισμέ | παλαιοκομματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιοκομματισμός < παλαιο- + κομματισμός
Ουσιαστικό
παλαιοκομματισμός αρσενικό
- μειωτική αναφορά στο παλαιότερο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα στον προσωποπαγή χαρακτήρα των κομμάτων και τη ρουσφετολογική πρακτική τους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παλαιοκομματισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.