παλαιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παλαιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παλαιώνω
  2. θα παλαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παλαιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παλαιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παλαίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.