πάκτων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πάκτων | οἱ | πάκτωνες | ||||
| γενική | τοῦ | πάκτωνος | τῶν | πακτώνων | ||||
| δοτική | τῷ | πάκτωνῐ | τοῖς | πάκτωσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | πάκτωνᾰ | τοὺς | πάκτωνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πάκτων | πάκτωνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάκτωνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πακτώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πάκτων < πακτός
Ουσιαστικό
πάκτων αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (ναυπηγικός όρος) ελαφριά βάρκα από ψάθα, που χρησιμοποιούνταν στον Νείλο
Συγγενικά
- πακτωνίτης
- πακτωνοποιός
Πηγές
- πάκτων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.