παγγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παγγνώστης | οι | παγγνώστες |
| γενική | του | παγγνώστη | των | παγγνωστών |
| αιτιατική | τον | παγγνώστη | τους | παγγνώστες |
| κλητική | παγγνώστη | παγγνώστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παγγνώστης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.