παγγνώστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παγγνώστης οι παγγνώστες
      γενική του παγγνώστη των παγγνωστών
    αιτιατική τον παγγνώστη τους παγγνώστες
     κλητική παγγνώστη παγγνώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγγνώστης < παν- + γνώστης
Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1890

Ουσιαστικό

παγγνώστης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.