παγανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγανιά οι παγανιές
      γενική της παγανιάς των παγανιών
    αιτιατική την παγανιά τις παγανιές
     κλητική παγανιά παγανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγανιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παγανιά θηλυκό

  1. το κυνήγι, αναζήτηση θηράματος
     συνώνυμα: παγάνα
  2. (μεταφορικά)
    ο Χάρος βγήκε παγανιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.