παβάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παβάνα οι παβάνες
      γενική της παβάνας
    αιτιατική την παβάνα τις παβάνες
     κλητική παβάνα παβάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παβάνα < ιταλική pavana < padovana < Padova (Πάδουα ή Πάντοβα)

Ουσιαστικό

παβάνα θηλυκό

  1. χορός του ΙΣΤ΄ αιώνα, που χορευόταν από ζευγάρια σε επίσημες περιστάσεις
  2. είδος μουσικής σύνθεσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.