πίσσωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πίσσωση | οι | πισσώσεις |
| γενική | της | πίσσωσης* | των | πισσώσεων |
| αιτιατική | την | πίσσωση | τις | πισσώσεις |
| κλητική | πίσσωση | πισσώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πισσώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πίσσωση < ελληνιστική κοινή πίσσωσις[1] < πισσόω < αρχαία ελληνική πίσσα
Μεταφράσεις
πίσσωση
|
|
Πηγές
- πίσσωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- πίσσωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.