πίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίνα οι πίνες
      γενική της πίνας των πινών
    αιτιατική την πίνα τις πίνες
     κλητική πίνα πίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πῖνα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πίνα
ομόηχο: πείνα

Ουσιαστικό

πίνα θηλυκό

  • (ζωολογία) θαλασσινό μαλάκιο με τριγωνικό όστρακο (Pinna nobilis)
      Τ’ αγόρια έφερναν από τις επιχειρήσεις τους αχινούς, γυαλιστερές και πότε πότε καμιά πίνα, που έκρυβε μέσα της γαρίδα φρουρό. (Ευγενία Φακίνου, Η μέθοδος της Ορλεάνης, 2005 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.