πάνοπλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάνοπλος | οι | πάνοπλοι |
| γενική | του | πάνοπλου | των | πάνοπλων |
| αιτιατική | τον | πάνοπλο | τους | πάνοπλους |
| κλητική | πάνοπλε | πάνοπλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάνοπλος < αρχαία ελληνική πάνοπλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάνοπλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πάνοπλος, -η, -ον
- που έχει όλο τον οπλισμό του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.