πάλλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| παλλᾰκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πάλλαξ | οἱ/αἱ | πάλλακες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | πάλλακος | τῶν | παλλάκων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | πάλλακῐ | τοῖς/ταῖς | πάλλαξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πάλλακᾰ | τοὺς/τὰς | πάλλακᾰς | |
| κλητική ὦ! | πάλλαξ | πάλλακες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάλλακε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | παλλάκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- πάλλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παλλακή (αναδρομικός σχηματισμός από θηλυκό) < άγνωστης ετυμολογίας με πολλές προτάσεις ετυμολόγησης. Συνδέεται με το Παλλάς [1]
Αναφορές
- s.v. «παλλακίδα», «παλληκάρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πάλλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.