παλλακή

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

παλλακή < άγνωστης ετυμολογίας, λέξη για την οποία έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

παλλακή θηλυκό

Σημειώσεις

  • Σημασία: είτε ιερόδουλη (ομόκλινη θεού), είτε μη θεσμική σύζυγος (ομόκλινη ανδρός). Σε κατώτερη θέση από τη σύζυγο (αρχαία ελληνικά: γαμετή), αλλά ανώτερη από την ἑταίρα και την πόρνη. [1]

Παράγωγα

μεσαιωνικά ελληνικά: παλληκάριον

νέα ελληνικά: παλικάρι

Αναφορές

  1. λήμμα «παλλακίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.