οὐγκιαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οὐγκιαῖος | ἡ | οὐγκιαίᾱ | τὸ | οὐγκιαῖον |
| γενική | τοῦ | οὐγκιαίου | τῆς | οὐγκιαίᾱς | τοῦ | οὐγκιαίου |
| δοτική | τῷ | οὐγκιαίῳ | τῇ | οὐγκιαίᾳ | τῷ | οὐγκιαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | οὐγκιαῖον | τὴν | οὐγκιαίᾱν | τὸ | οὐγκιαῖον |
| κλητική ὦ! | οὐγκιαῖε | οὐγκιαίᾱ | οὐγκιαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | οὐγκιαῖοι | αἱ | οὐγκιαῖαι | τὰ | οὐγκιαῖᾰ |
| γενική | τῶν | οὐγκιαίων | τῶν | οὐγκιαίων | τῶν | οὐγκιαίων |
| δοτική | τοῖς | οὐγκιαίοις | ταῖς | οὐγκιαίαις | τοῖς | οὐγκιαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | οὐγκιαίους | τὰς | οὐγκιαίᾱς | τὰ | οὐγκιαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | οὐγκιαῖοι | οὐγκιαῖαι | οὐγκιαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐγκιαίω | τὼ | οὐγκιαίᾱ | τὼ | οὐγκιαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | οὐγκιαίοιν | τοῖν | οὐγκιαίαιν | τοῖν | οὐγκιαίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
οὐγκιαῖος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που ζυγίζει μια ουγκιά
- → χρειάζεται παράθεμα Sophron comicus, Supplementum comicum, σελ.125
Πηγές
- οὐγγία (& οὐγκιαῖος) - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.