οὐγκιασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οὐγκιασμός | οἱ | οὐγκιασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | οὐγκιασμοῦ | τῶν | οὐγκιασμῶν | ||||
| αιτιατική | τὸν | οὐγκιασμόν | τοὺς | οὐγκιασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | οὐγκιασμέ | οὐγκιασμοί | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- οὐγκιασμός < οὐγκία + .. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- οὐγγιασμός
Πηγές
- Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- s.v. οὐγγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οὐγκιασμός | οἱ | οὐγκιασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | οὐγκιασμοῦ | τῶν | οὐγκιασμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | οὐγκιασμῷ | τοῖς | οὐγκιασμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | οὐγκιασμόν | τοὺς | οὐγκιασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | οὐγκιασμέ | οὐγκιασμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐγκιασμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | οὐγκιασμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- οὐγκιασμός < οὐγκία + .. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
οὐγκιασμός αρσενικό (ελληνιστική κοινή) (Χρειάζεται έλεγχος χρονολόγησης έως τον 6ο αιώνα.)
- ο υπολογισμός με ουγγιές
- → δείτε το μεσαιωνικό οὐγκιασμός
Πηγές
- s.v. οὐγγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.