οἶνοψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | οἶνοψ | οἱ/αἱ | οἴνοπες |
| γενική | τοῦ/τῆς | οἴνοπος | τῶν | οἰνόπων |
| δοτική | τῷ/τῇ | οἴνοπῐ | τοῖς/ταῖς | οἴνοψῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | οἴνοπᾰ | τοὺς/τὰς | οἴνοπᾰς |
| κλητική ὦ! | οἶνοψ | οἴνοπες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἴνοπε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οἰνόποιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οἶνοψ, -οπος αρσενικό ή θηλυκό, (σε επιθετική λειτουργία)
- (χρώμα) (για θάλασσα, βόδια) που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα του κρασιού, βαθυκόκκινος, μαυροκόκκινος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 170
- χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον·
- Μόλις εχθές, είκοσι μέρες πάνε τώρα, γλίτωσα απ᾽ το μπλάβο πέλαγος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 32 (31-35)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ δόρποιο λιλαίεται, ᾧ τε πανῆμαρ | νειὸν ἀν᾽ ἕλκητον βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον· | ἀσπασίως δ᾽ ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο | δόρπον ἐποίχεσθαι, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι· | ὣς Ὀδυσῆ᾽ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο.
- Πόσο και πώς πεθύμησε το δείπνο ο γεωργός — όλη τη μέρα | τα δυο βόδια, στο χρώμα του κρασιού, το αλέτρι του έσυραν σε χώμα σβωλιασμένο, | κι εκείνος βλέπει με αγαλλίαση να δύει ο ήλιος χαμηλώνοντας το φως, | να φτάνει η ώρα για το βραδινό του, οπότε ξεκινώντας νιώθει μια κούραση γλυκιά στα γόνατά του που λυγίζουν· | τόση αγαλλίαση το φως του ήλιου χαμηλώνοντας χάρισε και στον Οδυσσέα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ δόρποιο λιλαίεται, ᾧ τε πανῆμαρ | νειὸν ἀν᾽ ἕλκητον βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον· | ἀσπασίως δ᾽ ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο | δόρπον ἐποίχεσθαι, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι· | ὣς Ὀδυσῆ᾽ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 170
Πηγές
- οἶνοψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶνοψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.