ἀποικίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀποικίζω ( & ἀποικιῶ & ἀποικέω)
- στέλνω κάποιον μακριά από την πατρίδα, αποικίζω ένα τόπο στέλνοντας εκεί κόσμο
- δρυμοὺς ἐρήμους καὶ πάγους ἀποικιεῖ
- μετακινούμαι εγώ μακριά από τον τόπο μου και ζω εκεί, μεταναστεύω
- ἐν μακάρων νήσοις ἀπῳκίσθαι
- απέχω από κάτι, είμαι μακριά (και σαν έννοια όχι μόνον για έμψυχα)
- εξαφανίζω
Σύνθετα
- ἀποικισμός
- ἀποίκισις
- ἄποικος,ος,ον
- ἀποικέω
- ἀποικία
- ἀποικίς,-ίδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.