ἐξοικίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξοικίζω < ἐξ + οἰκίζω

Ρήμα

ἐξοικίζω

  1. βγάζω κάποιον από το σπίτι του, τον διώχνω από εκεί βίαια
  2. γίνομαι αιτία να φύγει κάποιος από το σπίτι του (π.χ. ο γάμος που οδηγεί τη γυναίκα σε άλλο σπιτικό)
  3. εξαφανίζω, εξορίζω, απομακρύνω κάτι από κάπου (π.χ. χρυσόν ἐκ Σπάρτης)
  4. αφανίζω


Συγγενικά

  • ἐξοίκησις ( η μετανάστευση αλλά και η απέλαση)
  • ἐξοικισμός ( ο διωγμός των κατοίκων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.