εἰσοικίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἰσοικίζω < εἰς + οἰκίζω

Ρήμα

εἰσοικίζω

  1. φέρνω κάποιον να κατοικήσει κάπου ή να εγκατασταθεί ως έποικος ή άποικος
  2. νιώθω σαν στο σπίτι μου
  3. παίρνω γυναίκα στο σπίτι μου, ίσως και την παντρεύομαι
  4. επιτρέπω να μπει κάποιος ή κάτι κάπου (π.χ. η ευγένεια, η καλοσύνη ή το κακό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.