ἀνοικίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνοικίζω < ἀνά + οἰκίζω

Ρήμα

ἀνοικίζω

  1. αναστατώνω έναν τόπο, μια πόλη
  2. μετακομίζω σε υψηλότερο τόπο
  3. χτίζω ή μεταφέρω μια πόλη πιο μέσα στη στεριά, πιο μακριά από τη θάλασσα, άρα και σε κάπως ψηλότερο σημείο
  4. ξανα-αποικίζω, αποικίζω εκ νέου, πάλι

Συγγενικά

  • ἀνοικισμός (ανοικοδόμηση)
  • ἀνοίκισις (μεταφορά πληθυσμού σε υψηλότερο σημείο ή πιο μακριά από την ακτή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.