διοικίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διοικίζω < διά + οἰκίζω

Ρήμα

διοικίζω

  1. διαιρώ, διαχωρίζω συνοικισμούς και χωριά
  2. διασκορπίζω κατοίκους από έναν ενιαίο χώρο-πόλη σε διάφορα σημεία
  3. διώχνω, χωρίζω ανθρώπους


Συγγενικά

  • διοίκισις (μετακίνηση)
  • διοικισμός (το να ζει κάποιος χωριστά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.