και ούτω καθεξής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- και ούτω καθεξής < αρχαία ελληνική καί + οὕτω + ελληνιστική κοινή καθεξῆς < αρχαία ελληνική κατά + ἑξῆς ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική und so weiter[1] / usw.)
Επίρρημα
και ούτω καθεξής
- συνεχίζοντας με τον ίδιο τρόπο, επαναλαμβάνοντας το ίδιο μοτίβο όπως και προηγουμένως
Μεταφράσεις
και ούτω καθεξής
- καθεξής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.