μήτε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μήτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μήτε
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐τε
Σύνδεσμος
μήτε συμπλεκτικός σύνδεσμος
- συνδέει αρνητικά όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις
- ↪ να μην έρθει μήτε ο ένας μήτε ο άλλος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μήτε
|
Πηγές
- μήτε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μήτε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήτε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.