οχυρωτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οχυρωτική οι οχυρωτικές
      γενική της οχυρωτικής των οχυρωτικών
    αιτιατική την οχυρωτική τις οχυρωτικές
     κλητική οχυρωτική οχυρωτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οχυρωτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οχυρωτικός

Ουσιαστικό

οχυρωτική θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος) η τέχνη της οχύρωσης πόλεων ή θέσεων
      Η οχυρωτική και η πολιορκητική παρακολούθησαν τη γενικότερη ανάπτυξη της πολεμικής τέχνης, προσδιορίσθηκαν όμως ιδιαίτερα από την εξέλιξη της τεχνικής, ενώ, ωστόσο, ήταν εξαρτημένες σε μεγάλο βαθμό από τις οικονο­μικές δυνατότητες των πόλεων. (Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Γʹ1: Κλασικός ελληνισμός, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972, ISBN 978-960-213-098-8, σελ. 227)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

οχυρωτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.