οφιολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οφιολατρία | οι | οφιολατρίες |
| γενική | της | οφιολατρίας | των | οφιολατριών |
| αιτιατική | την | οφιολατρία | τις | οφιολατρίες |
| κλητική | οφιολατρία | οφιολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οφιολατρία < οφιολάτρης + -ία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οφιολάτρης, όφις, φίδι και λατρεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.