όφις

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

όφις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄφις[1]

Ουσιαστικό

όφις αρσενικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.