οφθαλμολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οφθαλμολόγος οι οφθαλμολόγοι
      γενική του/της οφθαλμολόγου των οφθαλμολόγων
    αιτιατική τον/την οφθαλμολόγο τους/τις οφθαλμολόγους
     κλητική οφθαλμολόγε οφθαλμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οφθαλμολόγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οφθαλμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.