fundamentally

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός fundamentally
συγκριτικός more fundamentally
υπερθετικός most fundamentally

Ετυμολογία

fundamentally < fundamental + -ly

Επίρρημα

fundamentally (en)

  1. στοιχειωδώς, με κάθε τρόπο που είναι σημαντικός· εντελώς
    A fundamentally responsible party would explain where it believes that it made an error.
    Ένα στοιχειωδώς υπεύθυνο κόμμα θα εξηγούσε πού πιστεύει ότι έκανε λάθος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely
  2. στην ουσία, κατ' ουσίαν, χρησιμοποιείται όταν εισάγω ένα θέμα και αναφέρω κάτι σημαντικό σχετικά με αυτό
    Fundamentally, I agree with you that…
    Στην ουσία συμφωνώ μαζί σου ότι…
     συνώνυμα:  basically, by definition, effectively, essentially, in effect και in essence

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.