in effect

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

in effect <  δείτε τις λέξεις in και effect

Έκφραση

in effect (en) (ιδιωματισμός)

  1. από τα πράγματα, εκ των πραγμάτων, κατ' ουσίαν, στην πράξη, χρησιμοποιείται όταν δηλώνω ποια είναι τα γεγονότα μιας κατάστασης
    We are, in effect, obliged to take tough measures.
    Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα/εκ των πραγμάτων να πάρουμε σκληρά μέτρα.
    He is, in effect, our leader.
    Αυτός είναι κατ' ουσίαν ο αρχηγός μας.
    The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
    Η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πράξη μείωση των εισοδημάτων.
  2. ενεργό, σε λειτουργία, σε ισχύ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.