ουρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρικός η ουρική το ουρικό
      γενική του ουρικού της ουρικής του ουρικού
    αιτιατική τον ουρικό την ουρική το ουρικό
     κλητική ουρικέ ουρική ουρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρικοί οι ουρικές τα ουρικά
      γενική των ουρικών των ουρικών των ουρικών
    αιτιατική τους ουρικούς τις ουρικές τα ουρικά
     κλητική ουρικοί ουρικές ουρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουρικός < ούρο + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /u.ɾiˈkos/

Επίθετο

ουρικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.