ουζάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουζάδικο τα ουζάδικα
      γενική του ουζάδικου των ουζάδικων
    αιτιατική το ουζάδικο τα ουζάδικα
     κλητική ουζάδικο ουζάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουζάδικο < ούζ(ο) + -άδικο

Ουσιαστικό

ουζάδικο ουδέτερο

  1. κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και άλλα οινοπνευματώδη ποτά με μεζέ
  2. (κατ’ επέκταση) ταβέρνα

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ούζο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.