ουδετερόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουδετερόφιλος | η | ουδετερόφιλη | το | ουδετερόφιλο |
| γενική | του | ουδετερόφιλου | της | ουδετερόφιλης | του | ουδετερόφιλου |
| αιτιατική | τον | ουδετερόφιλο | την | ουδετερόφιλη | το | ουδετερόφιλο |
| κλητική | ουδετερόφιλε | ουδετερόφιλη | ουδετερόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουδετερόφιλοι | οι | ουδετερόφιλες | τα | ουδετερόφιλα |
| γενική | των | ουδετερόφιλων | των | ουδετερόφιλων | των | ουδετερόφιλων |
| αιτιατική | τους | ουδετερόφιλους | τις | ουδετερόφιλες | τα | ουδετερόφιλα |
| κλητική | ουδετερόφιλοι | ουδετερόφιλες | ουδετερόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ουδετερόφιλος
- που επιλέγει την ουδετερότητα, το να είναι ουδέτερος, να μην επιλέγει πλευρές σε αντιπαλότητες
- ※ Υπήρξε επίσης σύμπτωση απόψεων ως προς τη στάση που στο εξής θα τηρούσαν απέναντι στη Γιουγκοσλαβία: κοινό όφελος ήταν να ενθαρρυνθεί ο ουδετερόφιλος προσανατολισμός του Βελιγραδίου· γι’ αυτό τον λόγο τα Βαλκανικά Σύμφωνα θα έπρεπε να μην καταγγελθούν, αλλά να παραμείνουν εν υπνώσει. (, Η Καθημερινή, 29.03.2015)
- (ιατρική) που έχουν ουδέτερη αντίδραση σε κάποια αντιδραστήρια (στα ουδετερόφιλα αιμοσφαίρια, σε αντίθεση με τα βασεόφιλα)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ουδετερόφιλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.