ουδετεροφιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουδετεροφιλία | οι | ουδετεροφιλίες |
| γενική | της | ουδετεροφιλίας | των | ουδετεροφιλιών |
| αιτιατική | την | ουδετεροφιλία | τις | ουδετεροφιλίες |
| κλητική | ουδετεροφιλία | ουδετεροφιλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουδετεροφιλία < ουδετερόφιλος + -ία
Μεταφράσεις
ουδετεροφιλία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.