ουδετεροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουδετεροποίηση | οι | ουδετεροποιήσεις |
| γενική | της | ουδετεροποίησης* | των | ουδετεροποιήσεων |
| αιτιατική | την | ουδετεροποίηση | τις | ουδετεροποιήσεις |
| κλητική | ουδετεροποίηση | ουδετεροποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ουδετεροποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουδετεροποίηση < ουδετεροποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική neutralisation[1])
Μεταφράσεις
ουδετεροποίηση
|
|
- ουδετεροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.