ουγγρόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουγγρόφωνος η ουγγρόφωνη το ουγγρόφωνο
      γενική του ουγγρόφωνου της ουγγρόφωνης του ουγγρόφωνου
    αιτιατική τον ουγγρόφωνο την ουγγρόφωνη το ουγγρόφωνο
     κλητική ουγγρόφωνε ουγγρόφωνη ουγγρόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουγγρόφωνοι οι ουγγρόφωνες τα ουγγρόφωνα
      γενική των ουγγρόφωνων των ουγγρόφωνων των ουγγρόφωνων
    αιτιατική τους ουγγρόφωνους τις ουγγρόφωνες τα ουγγρόφωνα
     κλητική ουγγρόφωνοι ουγγρόφωνες ουγγρόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουγγρόφωνος < Ούγγρ(ος) + -ό- + -φωνος

Επίθετο

ουγγρόφωνος, -η, -ο

  • που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα ουγγρικά
    Βορειότερα, στην δυτική Ρουμανία, ο ουγγρόφωνος πληθυσμός ο οποίος έχει παραμείνει εκεί εδώ και περίπου 70 χρόνια, θα ενωθεί με την Ουγγαρία

Συγγενικά

  • ουγγροφωνία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.