ουαλονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουαλονικός | η | ουαλονική | το | ουαλονικό |
| γενική | του | ουαλονικού | της | ουαλονικής | του | ουαλονικού |
| αιτιατική | τον | ουαλονικό | την | ουαλονική | το | ουαλονικό |
| κλητική | ουαλονικέ | ουαλονική | ουαλονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουαλονικοί | οι | ουαλονικές | τα | ουαλονικά |
| γενική | των | ουαλονικών | των | ουαλονικών | των | ουαλονικών |
| αιτιατική | τους | ουαλονικούς | τις | ουαλονικές | τα | ουαλονικά |
| κλητική | ουαλονικοί | ουαλονικές | ουαλονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουαλονικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.