οσφυοκάμπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οσφυοκάμπτης | οι | οσφυοκάμπτες |
| γενική | του | οσφυοκάμπτη | των | οσφυοκαμπτών |
| αιτιατική | τον | οσφυοκάμπτη | τους | οσφυοκάμπτες |
| κλητική | οσφυοκάμπτη | οσφυοκάμπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οσφυοκάμπτης αρσενικό
- (μειωτικό, λόγιο) ο υποτελής, ο δουλοπρεπής
- ※ Η ολοένα εντεινόμενη ένταση της ρητορικής τρόμου, σύμφωνα με την έκφραση «σοκ και δέος», περιελάμβανε την εφαρμοσμένη τέχνη (δηλαδή την επικοινωνιακή διαχείριση) της πλήρους διαστροφής εννοιών, νοημάτων και φράσεων, ένα διαρκές «ρετουσάρισμα» της πραγματικότητας, συνοδευόμενη από την κατασκευή διχαστικών διχοτομιών και έναν ιδεολογικά εμμονικό σαδισμό, με έναν σαφέστατο και άμεσο στόχο: τη μετάλλαξη των πολιτών σε συγκατανευσιφάγους και σε οσφυοκάμπτες) (Προπαγάνδα: προβλήματα και συνέπειες, Εφημερίδα των Συντακτών, 09/07/2015 )
Συγγενικά
- οσφυοκαμψία
- → δείτε τις λέξεις οσφύς και κάμπτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.