οσφυοκαμψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οσφυοκαμψία | οι | οσφυοκαμψίες |
| γενική | της | οσφυοκαμψίας | των | οσφυοκαμψιών |
| αιτιατική | την | οσφυοκαμψία | τις | οσφυοκαμψίες |
| κλητική | οσφυοκαμψία | οσφυοκαμψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οσφυοκαμψία < οσφυοκάμπτης + -σία < οσφύς + κάμπτω
Μεταφράσεις
οσφυοκαμψία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.