οστρακισμός

Νέα ελληνικά (el)

όστρακα με τα ονόματα του Περικλή, του Κίμωνος και του Αριστείδη ως υποψηφίων για οστρακισμό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οστρακισμός οι οστρακισμοί
      γενική του οστρακισμού των οστρακισμών
    αιτιατική τον οστρακισμό τους οστρακισμούς
     κλητική οστρακισμέ οστρακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οστρακισμός < αρχαία ελληνική ὀστρακισμός

Ουσιαστικό

οστρακισμός αρσενικό

  • (πολιτική) θεσμός του αρχαίου αθηναϊκού πολιτεύματος: ψηφοφορία με όστρακα για την απομάκρυνση από την Αθήνα για δέκα χρόνια εκείνου του πολίτη που θεωρούνταν από τους περισσότερους ψηφοφόρους επικίνδυνος για το δημοκρατικό πολίτευμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.