ορυκτογεωλογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορυκτογεωλογία | οι | ορυκτογεωλογίες |
| γενική | της | ορυκτογεωλογίας | των | ορυκτογεωλογιών |
| αιτιατική | την | ορυκτογεωλογία | τις | ορυκτογεωλογίες |
| κλητική | ορυκτογεωλογία | ορυκτογεωλογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ορυκτογεωλογία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ορυκτογεωλογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.