ορτσάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορτσάρισμα τα ορτσαρίσματα
      γενική του ορτσαρίσματος των ορτσαρισμάτων
    αιτιατική το ορτσάρισμα τα ορτσαρίσματα
     κλητική ορτσάρισμα ορτσαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορτσάρισμα < ορτάρω

Ουσιαστικό

ορτσάρισμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): η ενέργεια και συνέπεια του ορτσάρω
  2. πλους με τον καιρό δευτερόπρυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.