ορτσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορτσάρισμα | τα | ορτσαρίσματα |
| γενική | του | ορτσαρίσματος | των | ορτσαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ορτσάρισμα | τα | ορτσαρίσματα |
| κλητική | ορτσάρισμα | ορτσαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορτσάρισμα < ορτάρω
Ουσιαστικό
ορτσάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια και συνέπεια του ορτσάρω
- πλους με τον καιρό δευτερόπρυμα
Μεταφράσεις
ορτσάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.