ορτσάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορτσάρω < ιταλική orzare
Ρήμα
ορτσάρω
- (ναυτικός όρος) ιστιοπλοώ με πλήρη ανάπτυξη πανιών
- (συνεκδοχικά) ναυσιπλοώ έχοντας τον καιρό (τον υφιστάμενο άνεμο) δευτερόπρυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.