ορτσάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ορτσάρω < ιταλική orzare

Ρήμα

ορτσάρω

  1. (ναυτικός όρος) ιστιοπλοώ με πλήρη ανάπτυξη πανιών
  2. (συνεκδοχικά) ναυσιπλοώ έχοντας τον καιρό (τον υφιστάμενο άνεμο) δευτερόπρυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.