δευτερόπρυμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δευτερόπρυμα < δεύτερος + πρύμα

Επίρρημα

δευτερόπρυμα

  1. (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) λίγο δεξιά ή αριστερά από την πρύμη
  2. από ή προς το δεξιό ή αριστερό ισχίο (γοφό) πλοίου ή σκάφους
    "αρμενίζω με τον καιρό δευτερόπρυμα"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.