οροθέσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οροθέσιο τα οροθέσια
      γενική του οροθέσιου
& οροθεσίου
των οροθέσιων
& οροθεσίων
    αιτιατική το οροθέσιο τα οροθέσια
     κλητική οροθέσιο οροθέσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οροθέσιο < ελληνιστική κοινή ὁροθέσιον[1] < αρχαία ελληνική ὅρος + τίθημι

Ουσιαστικό

οροθέσιο ουδέτερο

Πηγές

Μεταφράσεις

  1. ὁροθέσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.