ορμονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορμονικός | η | ορμονική | το | ορμονικό |
| γενική | του | ορμονικού | της | ορμονικής | του | ορμονικού |
| αιτιατική | τον | ορμονικό | την | ορμονική | το | ορμονικό |
| κλητική | ορμονικέ | ορμονική | ορμονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορμονικοί | οι | ορμονικές | τα | ορμονικά |
| γενική | των | ορμονικών | των | ορμονικών | των | ορμονικών |
| αιτιατική | τους | ορμονικούς | τις | ορμονικές | τα | ορμονικά |
| κλητική | ορμονικοί | ορμονικές | ορμονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορμονικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.